απόδοσης, βαθμός

απόδοσης, βαθμός
Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό συμβολισμό, για τον β.α. χρησιμοποιείται το ελληνικό γράμμα η, και εκφράζεται με έναν δεκαδικό αριθμό ή με ποσοστό επί τοις εκατό (%)· π.χ.: η 0,86 = 86%. Κάθε συσκευή που απορροφά ενέργεια τη μετατρέπει ή τη χρησιμοποιεί για μια ορισμένη λειτουργία ή για κίνηση ή για να παράγει ενέργεια με άλλη μορφή (κινητήρες, μηχανήματα, γεννήτριες, οχήματα) και δουλεύει με έναν ορισμένο β.α. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας που εκτελεί η συσκευή προκαλείται απώλεια ενέργειας, η οποία οφείλεται στις μηχανικές τριβές, σε απώλειες θερμότητας κλπ., που αποτελεί ακριβώς τη διαφορά μεταξύ της ενέργειας που απορροφάται και της ενέργειας που παράγεται. O β.α., σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε, είναι o απόλυτος ή ολικός β.α. και αποτελείται από το γινόμενο των μερικών β.α. Για παράδειγμα, ένας ηλεκτροκινητήρας απορροφά ενέργεια από το δίκτυο τροφοδοσίας και διαθέτει στον άξονα μηχανική ενέργεια μικρότερη από την ηλεκτρική που απορρόφησε. Η διαφορά μεταξύ των δύο ενεργειών αντιπροσωπεύει τις απώλειες, που μπορούν να διαιρεθούν σε μηχανικές απώλειες (τριβές στα έδρανα), απώλειες αερισμού (δίνες του αέρα ψύξης) και ηλεκτρικές απώλειες (φαινόμενο Τζάουλ και μαγνητική υστέρηση). Αν τώρα σχηματίσουμε τον λόγο της διαθέσιμης μηχανικής ενέργειας προς την ηλεκτρική ενέργεια που απορροφάται (οι οποίες εκφράζονται στην ίδια μονάδα μέτρησης), έχουμε τον ολικό β.α. Την ίδια τιμή είναι δυνατόν να έχουμε αν πολλαπλασιάσουμε μεταξύ τους μερικούς β.α.: μηχανικό, ηλεκτρικό κλπ. Με ανάλογο τρόπο, ένας κινητήρας εσωτερικής καύσης απορροφά την ενέργεια που περιέχεται στα καύσιμα και διαθέτει μηχανική ενέργεια. Οι απώλειες στην περίπτωση αυτή αποτελούνται από τις απώλειες θερμότητας (κύκλωμα ψύξης και καυσαέρια), την ελλιπή καύση, την ελλιπή πλήρωση του κυλίνδρου με το μείγμα (ογκομετρικός β.α.), τις μηχανικές απώλειες τριβής, την ενέργεια που καταναλώνεται για την κίνηση των βοηθητικών οργάνων (υδραντλία, αντλία ελαίου, αντλία καυσίμου, δυναμό κλπ.). Τα οχήματα που εκτελούν ένα ορισμένο έργο για τη μετακίνησή τους απορροφούν από τους κινητήρες τους ένα ποσό ενέργειας μεγαλύτερο από το έργο που εκτελούν, επειδή έχουν απώλειες στους οδοντωτούς τροχούς μετάδοσης και στις τριβές κύλισης και ολίσθησης στο έδαφος· και γι’ αυτά τα σημεία επομένως υπάρχουν ολικοί και μερικοί β.α. που εκφράζουν με αριθμούς την καλή λειτουργία της μηχανής και των μερών της. Στα πλοία και στα αεροπλάνα διακρίνουμε ειδικούς β.α. (π.χ. β.α. έλικα, β.α. τρόπιδας κλπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”